- κρῑθόμαντις
- κρῑθό-μαντις, ὁ, der aus Gerste wahrsagt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κριθόμαντις — κριθόμαντις, εως, ὁ (Α) αυτός που μαντεύει με το ρίξιμο τού κριθαριού («ἀλευρομάντεις ἄγων καὶ κριθομάντεις», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + μάντις (πρβλ. ονειρό μαντις, ορνιθό μαντις)] … Dictionary of Greek
κριθομάντεις — κριθόμαντις one who divined by barley fem nom/voc pl (attic epic) κριθόμαντις one who divined by barley fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθόμαντι — κριθόμαντις one who divined by barley fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
κριθομαντεία — Η αποκάλυψη των μελλούμενων, κατά την αρχαιότητα, μέσω της παρατήρησης κόκκων κριθαριού, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στις θυσίες και θεωρούσαν ιερούς, όπως επίσης καθετί που ερχόταν σε επαφή με τον βωμό. * * * και κριθαρομαντεία, η (Α… … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek